ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ, η γιορτή του

Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΤΗ ΧΛΩΡΑΚΑ

Κάθε  6 Δεκεμβρίου γιορτάζουμε τον  Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο της γης και του πελάου, που φέρνει βροχές στα βουνά και φουρτούνες στα πελάγη, διότι ο Άγιος Νικόλας πέρα από άρχοντας της θάλασσας, είναι και του χειμώνα. Έτσι όπως και σε κάθε γιορτή του, φέρνει βροχές στη Χλώρακα, φέρνει και το Χειμωνα.

Μέγας εσπερινός και θεία κυρηγματα τελούνται κάθε 5 Δεκεμβρίου παραμονή του Αγίου Νικολάου μέσα σε κατανυκτική ατμόσφαιρα στην μεγάλη εκκλησιά της Χλώρακας από τον ιερέα της Παπανδρεα Παπακώστα που κυρησσοντας τη διακονία των ανθρώπων στη Χριστιανική Ορθόδοξη πίστη, λέει ότι αυτή ευλογείται από το Θεό, έτσι ευλόγησε και τον Άγιο Νικόλαο ο οποίος δια των πράξεων του απέδειξε το μεγαλείο της αγάπης και της βοηθείας στους έχοντας ανάγκη.
Την άλλη μέρα 6 Δεκεμβρίου, πλήθος πιστών αμέτρητο, μαζεύεται στο μικρό παρεκκλήσιο του Αγίου που είναι στημένο στην άκρη του γκρεμού και αγναντεύει απρόσκοπτα τη θάλασσα, και με πολλή πίστη στην καρδιά δοξάζουν τον Άγιο τους με μεγάλη δοξολογία.
Ο Άγιος Νικόλαος που είναι κύριος των ανέμων και της τρικυμίας, δέχεται πολλές προσφορές και λιτανείες, καθώς και παρακλήσεις από ναυτικούς σε αυτόν. Η εικόνα του δε λείπει από κανένα ελληνικό πλοίο, μεγάλο ή μικρό. Από τα κόλλυβα, που στέλνουν στην εκκλησία την ημέρα του αγίου Νικολάου, παίρνουν μαζί τους πολλοί  θαλασσινοί, όταν ταξιδεύουν. Αν τους πιάσει τρικυμία, τα σκορπούν στη θάλασσα και λέγουν: Άι-Νικόλα μου, και πάψε την οργή σου, και αμέσως παύει η τρικυμία.

Πιστεύουν και ότι:
Άμα ρίξουν στη θάλασσα από τα κόλλυβα του αγίου Νικολάου και βυθίσουν στη θάλασσα και την εικόνα του, αμέσως θα πνεύσει ο άνεμος, που έχουν κατά νου.
Για τους Έλληνες ο Άγιος Νικόλας δεν είναι μόνο ο ονομαστός μητροπολίτης των Μύρων της Μ. Ασίας, αλλά και κάποιος που ασκούσε το επάγγελμα του θαλασσινού. Ως καραβοκύρη παριστάνουν τον άγιο και οι αγιογράφοι. Σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις, τα ρούχα του είναι πάντοτε βρεγμένα απ' την άρμη, τα γένεια του στάζουν θάλασσα, το μέτωπό του είναι
ιδρωμένο απ την προσπάθεια να προφτάσει παντού, να βοηθήσει τα καράβια που θαλασσοπνίγονται. Πάρα πολλές είναι οι διηγήσεις για τα θαύματά του.
Σώζονται ορισμένες παραδώσεις που δεικνύουν την ξεχωριστή θέση που κατείχε ο
άγιος τούτος στην ψυχή του λαού μας. Ο Άη Νικόλας ήταν για τις ψυχές πρώτα, να τις παίρνει. Αλλά ο Άη Νικόλας πονούσε να τις παίρνει και ο Θαός έβαλε τον Αρχάγγελο Μιχάλη. Είχανε στείλει τον Άη Νικόλα να πάρει την ψυχή ενός νέου. Εκείνος όμως εσυμπονούσε και πήρε την ψυχή μιανού γερόντου αντίς του νέου. Για αυτό ο Θεός τον έβγαλε απ'τη θέση και έβαλε το Μιχάλη που ήτανε πιο σκληρός.

Μια ιστορία λέει ότι
στο αρχαίο παρεκκλήσι του Αϊ Νικόλα στη Χλώρακα που στέκει στην άκρη ενός γκρεμμού, οι κάτοικοι έκτιζαν τοίχο για να προστατεύονται τα παιδιά τους όταν πήγαιναν να λειτουργηθούν. Αλλά όπως το γιοφύρι της Άρτας, έτσι και τούτο, το βράδυ χαλούσε. Οι κάτοικοι σε μια πεισματική συμπεριφορά τους, ολημερίς το έκτιζαν, αλλά το βράδυ γκρεμιζόταν. Ώσπου στο τέλος κατάλαβαν ότι το χαλούσε ο Άγιος γιατί ήθελε να έχει θέα ολόκληρη τη θάλασσα. Από εκείνο τον καιρό, αντί για τοίχο, τοποθέτησαν κάγκελα, και τώρα ο Άγιος έχει απρόσκοπτη θέα, ταυτόχρονα τα παιδιά οταν παίζουν στην αυλή του προστατεύονται να μην πέφτουν στο γκρεμμό.

Ο Κυριάκος Μαυρονικόλας είναι 84 χρονών
και ισχυρίζεται ότι θυμάται από μικρό παιδί πάνω στη στέγη του Αϊ Νικόλα είναι βλαστημένο ένα άγριο σκόρδο που συνεχίζει να βλαστά κάθε χρόνο αυτό μόνο του στην άκρια μέσα σε μια σχισμή πέτρας, λέγοντας ότι χαρίζει στους προσκηνιτές του ξωκκλησιού υγεία, ευτυχία, ειρήνη, καλή τύχη, και πλούσια ελέη.

Ο Κυριάκος Μαυρονικόλας λεει ότι
τον καιρό του αγώνα με τους Εγγλέζους, πριν συλληυθεί από τους αποικιοκράτες το πλοίο που έφερνε τα όπλα στη Χλώρακα για την προετοιμασία του αγώνος της ΕΟΚΑ, ρώτησε τον καπετάνιο Ευάγγελο Κουταλιανό πως εύρισκε με τόση μεγάλη ευκολία κάθε φορά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι τον όρμο οπού ξεφόρτωνε τα όπλα. Και αυτός του απάντησε ότι
-εκεί ψηλά πάνω στο γκρεμνό της Χλώρακας έχει ένα εκκλησάκι που ανάβει ολονυχτίς ένα καντήλι. Με οδηγό τούτο το φως,
βάζω ρότα και βρίσκω τον όρμο ανάμεσα στα επικίνδυνα βράχια.
Περίεργος ο Κυριάκος Μαυρονικόλας, την επόμενη νύχτα, πήγε στον Άϊ Νικόλα να δει από πού έβγαινε το φως αφού οι πόρτες του ναού τις νύχτες ήταν κλειστές. Και πράγματι είδε το φως του καντηλιού να βγαίνει από την τρύπα που σχηματιζόταν από ένα ζάρι σε ένα βολίκι του ταβανιού που προεξείχε από τον τοίχο.

Καθώς και η επόμενη ιστορία,
Πάνω στη ράχη μιας βουνοπλαγιάς στη νότια μεριά του χωριού, τα αρχαία χρόνια ήταν μια σπηλιά που ονομάζετουν η Σπηλιά του θεριού, γιατί σε αυτή κατοικούσε τον παλαιόν καιρό ένα φοβερό θηρίο που έφερνε μεγάλη καταστροφή γύρω. Απ'αυτό εμποδίζονταν οι χριστιανοί να πηγαίνουν στην εκκλησιά του αγίου Νικολάου, που ήταν εκεί κοντά. Και η εκκλησιά έμενε έρημη και αλειτούργητη πολλά χρόνια.
Όταν μια φορά, την παραμονή του αγιού Νικολάου, εφάνη ο άγιος σε πολλούς χωριάτες στον ύπνο τους και τους είπε να πάνε το πρωί άφοβα στην εκκλησιά. Και πραγματικώς επήγαν. Το θεριό, όταν μαζεύτηκαν στην εκκλησιά, όρμησε κατά πάνω τους να τους φάγει. Αλλά μόλις έφτασε μπροστά στην εκκλησιά, βγήκε από μέσα ο άγιος και το χτύπησε δυνατά και το μαρμάρωσε. 

Μια άλλη υπέροχη διήγηση που διέσωσε ο Ανδρέας Καρκαβίτσας,

 "Tο καράβι είναι κατασκεύασμα των διαβόλων. Έκαμαν ένα τρικούβερτο ξύλο κι εβγήκαν διαλαλητάδες σ' όλη τη γη: Eμπρός ελάτε ψυχές στριμμένες, παθιασμένοι κόσμοι, μάτια κλεισμένα στο μυστήριο, ελάτε μέσα και θα το γνωρίσετε αμέσως! Kαι αμέσως τα μάτια τα κλειστά, οι παθιασμένοι κόσμοι, οι στριμμένες ψυχές έτρεξαν κοπάδι από της γης τα πέρατα, κατέβηκαν στην ακρογιαλιά, εμπήκαν στο καράβι. Tι τόπους θα χαρούν, τι χαρές θα γνωρίσουν, πόσα χρήματα θα βγάλουν στη στιγμή!
Eκεί προβάλλει κι ένα γεροντάκι ταπεινό και παραπονιάρικο.
― Nά'μπω μέσα κι εγώ; ρωτάει τον καπετάνιο.
― Έμπα, του λέγει εκείνος, έμπα μέσα και συ, έμπα σύνταχα.
― Nα πάρω και το ξυλάκι μου μαζί;
― Πάρ' το το χάτσαλο.
Eμπήκε μέσα το γεροντάκι , έκατσε κατάνακρα στην πρύμη του καραβιού. Άνοιξαν οι ναυτοδιαβόλοι τα πανιά, έτριξαν τα ξάρτια, πήρε δρόμο στ' ανοιχτά το ξύλο.
― Kαλό μας κατευόδιο, ευχήθηκαν συνατοί τους οι ταξιδιώτες.
― Kαλό σας κατευόδιο, χα! χα! χα!... Kαλό σας κατευόδιο, χα! χα! χα!... εχούγιαξαν από πρύμη σε πλώρη οι ναυτοδιαβόλοι.
Kαι το χουγιατό βοριάς εγίνηκεν ευθύς και ανατάραξε απ' άκρη σε άκρη τη θάλασσα. Όρος το κύμα σηκώνεται μπροστά, πύργος ακλόνητος ψηλώνει πίσωθε, από τα πλάγια λύκοι χυμούν απάνω του. Eκέρωσαν οι ταξιδιώτες οι άμαθοι. Kαπνός εσκόρπισαν εμπρός τους οι χαρές, οι τόποι, τα χρήματα. Kόρακας ο φόβος φωλιάζει μέσα τους, ξεσχίζει τους τα σπλάχνα, ρουφά το αίμα τους. Tο πλοίο γέρνει δεξιά, γέρνει ζερβά, πηδά πίσω κι εμπρός βαρβάτο πήδημα και τα νερά το πνίγουν, κουρσεύουν, το πατούν. Oι διαβολοναύτες στα ξάρτια σκαρφαλωμένοι τραγουδούν αμέριμνα, αναμπαίζουν πειραχτικά τους ταξιδιώτες, γελούν με την εμπιστοσύνη και την ελπίδα τους.
― Kαλό ταξίδι, καλό κι αιώνιο! φωνάζουν πάντοτε.
Όμως το καράβι, όσο κι αν πατιέται και αν κινδυνεύει, δεν πνίγεται. Παλεύει κι ανδρειεύεται σαν να έχει ψυχή μέσα του. Ψυχή γιγαντωμένη, Kι είναι ψυχή του ο γέροντας που κάθεται στην πρύμη του κι είναι οδηγός του το ξυλάκι, το χάτσαλο. Mα εκείνο παίρνει δρόμο, λοξεύει στα ψηλά κύματα, φεύγει την ορμήν και τη λύσσα τους. Kι ενώ οι διαβολοναύτες τον όλεθρό τους προσδοκούν, κι ενώ οι ταξιδιώτες κλαίνε τη μοίρα τους και τα νερά με πόθο περιμένουν να κλωθοπαίξουν στο σκαρί του, εκείνο σχίζει το μαύρο σύγνεφο και αράζει σε λιμάνι ήμερο και γελαστό!
― Δόξα στον σωτήρα! δόξα στον γέροντα!... ξεσπά σύγκαιρα τρανή φωνή από το στόμα των ταξιδιωτών.
― Kατάρα! απαντά σαν αστροπέλεκο η φωνή των διαβόλων.
Kαι τα νερά του κόρφου δέχονται λαχταρώντας τους ναύτες και τον καπετάνιο τους, τον καπετάνιο και το μίσος του. Eσώθηκεν όμως ο κόσμος. Eγύρισε καθένας στη χώρα του, αγάπησε τους τόπους, υπόμεινε τα πάθη, εσεβάσθηκε το μυστήριο. Kαι δεν δοξολογά παρά τον Άι-Nικόλα, τον γέροντα.
Oι διαβόλοι έχτισαν το καράβι, μα ο Άι-Nικόλας έκαμε το τιμόνι του."