ΤΟ ΣΤΑΜΝΙ ΜΕ ΤΟ ΝΕΡΟ

Ύστερα από το πραξικόπημα της Χούντας των Αθηνών στη Κύπρο, ακολούθησε  στις 20 Ιουλίου 1974 η τουρκική εισβολή η οποία προκάλεσε μεγάλες καταστροφές. Ήταν χιλιάδες οι νεκροί και οι αγνοούμενοι και δεκάδες χιλιάδες οι Έλληνες Κύπριοι που έγιναν πρόσφυγες στον ίδιο τον τόπο τους. Η Πάφος βομβαρδίστηκε κατά τη διάρκεια της εισβολής από τα τουρκικά αεροπλάνα αδιακρίτως. Έγιναν μάχες σε πολλές περιοχές της Πάφου ανάμεσα στους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους. Οι κάτοικοι έντρομοι από τους φοβερούς βομβαρδισμούς των αεροπλάνων κλείδωναν τα σπίτια τους και κατέφευγαν στις γυρω περιοχές σε φυσικές κρυψώνες για να προφυλαχτούν. Ο στρατός όρισε περιπολίες σε όλα τα χωριά ώστε να φυλάσσονται τα άδεια σπίτια από λεηλασίες.
Εκείνες τις μέρες ένας δάσκαλος έφεδρος στρατιώτης από τη Χλώρακα ο Κώστας, υπηρετούσε στο στρατό. Ένα σκοτεινό βράδυ είχε περιπολία με σύντροφο έναν άλλο χωριανό του τον Κακή, στο χωριό Κονιά.
Ήταν μια μαύρη νύχτα με πηχτό σκοτάδι, στεγνό, θαρρείς ξεραμένο χωρίς αέρα. Ο στρατός κοιμόταν στα τσαντίρια κάτω στο κάμπο με το κόκκινο χώμα, στα χωράφια του κάνω Κτημάτου.
Οι δυο σύντροφοι στην ολονύχτια βάρδια τους ήταν ποσταμένοι και αποκαμωμένοι απο το αδιάκοπο ξαγρύπνισμα. Από το πολύ περπάτημα και απο την κούραση εκείνο το βράδυ έσερναν τα πόδια τους και η δίψα τους στέγνωνε τα χείλη. Ο Κακής ήταν σκληρός, ήταν εργάτης στις οικοδομές, βάσταναν οι αντοχές του. Ο Κώστας ήταν δάσκαλος, ήταν καλομαθημένος, τα πόδια του δεν τον έσωναν και η μεγαλη δίψα τον σκότωνε, δεν άντεχε άλλο. Η μιλιά του δεν έβγαινε, είχε πισσώσει στο στόμα του. Ήταν ένα απάνθρωπο πράμα νάναι ολότελα διψασμένος και όμως να περπατά ολάκερες ώρες φορτωμένος με ντουφέκι και σφαίρες και ένα ασήκωτο γομάρι το γυλιό του  στην πονεμένη του ράχη. Και το παγούρι ήταν άδειο. Τα άρβυλλα τού έκοβαν τα πόδια που είχαν πρηστεί, δεν άντεχε άλλο. Όλη μέρα βάρδια στο στρατόπεδο να προσέχουν τους αιχμαλώτους, όλη νύχτα βάρδια να προσέχουν τα άδεια σπίτια στο χωριό.
Και το νερό είχε τελειώσει. Έψαξαν σε όλο το χωριό, ήταν παντού κλειδωμένα, έψαξαν όλες τις βρύσες, ήταν όλες στερεμένες. Ο σύντροφος του τού έδινε θάρρος, αλλά αυτός δεν άντεχε. Ήθελε να ξαπλώσει στο χώμα και να παραδοθεί στη κούραση του και στη μεγαλη του δίψα. Να κλείσει τα μάτια κι ας πέθαινε, δεν τον ένοιαζε, ήθελε μόνο να γλυτώσει από το μαρτύριο της δίψας.
Το μυαλό του πάγωσε, δεν βοηθούσε στη σκέψη, έτσι ευκολότερα πήρε την αποφαση του, ήταν μια σκέψη που του άρεσε, ήταν μια σκέψη να πέσει να ξαπλώσει, να γύρει και να κοιμηθεί, κι ας μην ξημέρωνε ποτέ, ας του φεύγε η ψυχή, δεν τον ένοιαζε, ήθελε μονο να ξεκουραστεί. Έπεσε στα γόνατα, ακούμπησε το χέρι στο χώμα και σιγομουρμουρίζοντας λόγια που δεν έβγαιναν από τα χείλη του, αποχαιρέτησε τον φίλο του. Έπεσε χάμω ξάπλωσε, θυμάται έγειρε το κεφάλι του σε μια πέτρα για μαξιλάρι. Έμεινε ακίνητος μη ακούοντας τις παραινέσεις του φίλου του να σηκωθεί να προχωρήσουν. Μισοαναίσθητος  και με τις αισθήσεις του να υπολειτουργούν, μόλις που πρόλαβε να κάμει μια προσευχή στον Άγιο Νικόλα τον γείτονα του που είχε το εκκλησάκι του κοντά στο σπίτι του, τον παρακάλεσε να κάμει ένα θαύμα, να του στείλει ένα σταμνί γεμάτο δροσερό νερό και αυτός θα του άναβε μια λαμπάδα ίσαμε το μπόι του..., και έχασε τις αισθήσεις του.

Ύστερα από λίγη ώρα ένιωσε να συνέρχεται, ήταν απο μια  δροσιά που ένιωθε στο σβέρκο του, νόμισε ήταν η δροσιά της πέτρας που είχε για μαξιλάρι. Άκουσε τον φίλο του δίπλα να ρωτά πως αισθάνεται, και του άπλωσε το χέρι. Ακούμπησε στην πέτρα που καθόταν και την ένιωσε ζεστή. Μέσα στην αποχαύνωση του κατάλαβε ότι δεν γίνεται η μια πέτρα να είναι ζεστή και η άλλη δροσερή. Έμεινε για λίγο σκεφτικός, και ύστερα πασπάτεψε την πέτρα. Την ακούμπησε και την ένιωσε να είναι στρογγυλεμένη και υγρή. Σε απειροελάχιστα του δευτερολέπτου ο νους του στράφηκε στην προσευχή που έκαμε στον Αι Νικόλα, και μια χαρά τον πλημμύρισε, ήξερε ότι εγινε το θαύμα. Πασπάτεψε ξαλά, δεν ήταν πέτρα, ήταν ένα σταμνί γεμάτο νερό.